σφυρήλατος

σφυρήλατος
(I)
-η, -ο / σφυρήλατος, -ον, ΝΜΑ
(για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία
αρχ.
1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ. β. «πυκνὸν καὶ σφυρήλατον νοῡν», Πλούτ.)
β) (για λόγο) ο περιεκτικός σε νοήματα, πυκνός («ἔμψυχον καὶ σφυρήλατον παρεῑχε τὸν λόγον», Λουκιαν.)
2. χαρακτηρισμός ανδριάντων και αγαλμάτων, σε αντιδιαστολή με τα χυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + -ήλατος (< (ελαύνω), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
————————
(II)
-ον, Α
(για ελέφαντα που κολυμπά) αυτός που κινείται στηριζόμενος στα σφυρά τών ποδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφυρήλατος — σφῡρήλατος , σφυρήλατος wrought with the hammer masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρήλατον — σφῡρήλατον , σφυρήλατος wrought with the hammer masc/fem acc sg σφῡρήλατον , σφυρήλατος wrought with the hammer neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν …   Dictionary of Greek

  • ολοσφυρήλατος — ὁλοσφυρήλατος, ον (Α) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί καθ ολοκληρίαν, ο σφυρηλατημένος ολόκληρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφυρήλατος] …   Dictionary of Greek

  • πληκτός — ή, όν, Μ [πλήσσω] χτυπημένος, σφυρήλατος («χαλκώματα πληκτά») …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σφυρηλατώ — σφυρηλατῶ, έω, ΝΜΑ [σφυρήλατος (Ι)] κατεργάζομαι τα μέταλλα με τη σφύρα, σφυροκοπώ νεοελλ. μτφ. διαπλάθω τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου με επίμονη άσκηση («η άσκηση και οι δυσκολίες σφυρηλατούν τον χαρακτήρα τών παιδιών») …   Dictionary of Greek

  • σφυρόκτυπος — ον, Μ [σφυροκτυπῶ] σφυρήλατος …   Dictionary of Greek

  • τυπίας — ὁ, Α (για μέταλλα) σφυρήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. ίας (πρβλ. τροχ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • χτυπητός — και κτυπητός, ή, ό, Ν [χτυπώ / κτυπώ] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη») 2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος 3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τόν έκαναν χτυπητό») 4. αυτός που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”